Sunday, July 15, 2007
Στα βαθιά...
στα σκοτεινά...
in an octopus's garden
πρόσωπο με πρόσωπο μ'έναν οικείο άγνωστο
Χειμώνας - Άνοιξη
Ένα νερό γκρεμίζεται από ψηλά στην πλάτη μου
έχω φτερά
και εισχωρώ στο σκοτάδι
Σ' έναν εσωτερικό ουρανό ήταν γραμμένα τ'αστέρια της απόγνωσης
Στο τραπέζι υπάρχει τώρα ένας νεκρός
στη σπηλιά με το έναστρο σκοτάδι
Στάγδην στη γούρνα το ποτέ πια
κρατώ το κλάμα στη μασχάλη σα φρατζόλα
να θρεψω το μέλλον
ύπτια η ψυχή μου γέρικο σκυλί παιδάκι στο κλάμα
Δε σου έδωσα ποτέ τίποτα
Σκεφτόμουνα αν υπάρχει κάποιο νόημα που ζούμε και άλλην εικόνα δεν έβρισκα από εκείνη ενός έναστρου μαύρου.
Άσαρκο το εσύ το εγώ μετέωρο σα δέντρο τη νύχτα
Θέλω να μιλάς σα να γράφεις αόρατους κύκλους επάνω στο τραπέζι με το νερό που χύθηκε.
Οι πασχαλιές ομολογούν την ήττα τους
χαρά τις κατέλαβε
τα φυλλαράκια τους μωβ σε ντουζ φωτός
και πράσινο μικρών επιφωνημάτων
ολόγυρα ο τόπος κατάστικτος
στον αέρα αιωρείται ένα θαύμα σαν χέρι
μεθυσμένο απ τη επιθυμία του
επιθυμία σαν βοτσαλο
που γυρνάει μέσα στα δάχτυλα
δεν έχω το τσεκούρι της στιγμής
είμαι βλαστός άκαιρος άφαντος
μόνον εσύ με είδες
κι οι νύχτες που νιώσαν την εγγύτητά μου
κρυφές
στο σκόρπισμα της απουσίας της σκόνης των σπόρων
τού ίμερου των έτσι και των πως
γέρνεις το κεφάλι διαγράφεις τη σιωπή την πτώση
διαπαντός εσύ
έχω φτερά
και εισχωρώ στο σκοτάδι
Σ' έναν εσωτερικό ουρανό ήταν γραμμένα τ'αστέρια της απόγνωσης
Στο τραπέζι υπάρχει τώρα ένας νεκρός
στη σπηλιά με το έναστρο σκοτάδι
Στάγδην στη γούρνα το ποτέ πια
κρατώ το κλάμα στη μασχάλη σα φρατζόλα
να θρεψω το μέλλον
ύπτια η ψυχή μου γέρικο σκυλί παιδάκι στο κλάμα
Δε σου έδωσα ποτέ τίποτα
Σκεφτόμουνα αν υπάρχει κάποιο νόημα που ζούμε και άλλην εικόνα δεν έβρισκα από εκείνη ενός έναστρου μαύρου.
Άσαρκο το εσύ το εγώ μετέωρο σα δέντρο τη νύχτα
Θέλω να μιλάς σα να γράφεις αόρατους κύκλους επάνω στο τραπέζι με το νερό που χύθηκε.
Οι πασχαλιές ομολογούν την ήττα τους
χαρά τις κατέλαβε
τα φυλλαράκια τους μωβ σε ντουζ φωτός
και πράσινο μικρών επιφωνημάτων
ολόγυρα ο τόπος κατάστικτος
στον αέρα αιωρείται ένα θαύμα σαν χέρι
μεθυσμένο απ τη επιθυμία του
επιθυμία σαν βοτσαλο
που γυρνάει μέσα στα δάχτυλα
δεν έχω το τσεκούρι της στιγμής
είμαι βλαστός άκαιρος άφαντος
μόνον εσύ με είδες
κι οι νύχτες που νιώσαν την εγγύτητά μου
κρυφές
στο σκόρπισμα της απουσίας της σκόνης των σπόρων
τού ίμερου των έτσι και των πως
γέρνεις το κεφάλι διαγράφεις τη σιωπή την πτώση
διαπαντός εσύ
Subscribe to:
Posts (Atom)