θάλασσα που λαμπυρίζει μεσημέρι
ορίζοντας και στιγμή θαλερή που απλώνεται
σαν αναπνοή του κόσμου στο φως
στιγμή όπου αγγίζεται η τρυφερή επιφάνεια της λειασμένης πέτρας
θάλασσα, έρεβος και νύχτα
λίγο πριν λίγο μετά
τσουκνίδες στο σκοτεινό χωράφι και σερνάμενα στοιχεία ονείρων
άγνωστοι φόβοι στο γύρισμα του βράχου
ποτέ δεν ξέρεις τι θα' ρθει απ'τα βαθιά
τι κρύβεται κάτω απ'την πέτρα
φως
κι ο κόσμος δεν είναι παρά μια τραμπάλα
στην άκρη του νερού ή του σκότους
ένα ζύγιασμα
στις κοιλότητες ή στις κορφές
Γέρνεις το ποτήρι και το νερό χύθηκε
μα το κύμα σκάει λίγο πιο πέρα
απαράλλαχτα αιώνες τώρα
η άπλα του κόσμου, οι ελιές που ασημίζουν στην πλαγιά
τα κυπαρίσσια και μωβ το βουνό στο βάθος
μα η ωραιότητα του αδιάρρηκτου γαλάζιου
γυρνάει με κάτι αιχμηρό
και στο μπήγει στο διάφραγμα και χύνεται
σα σκοτάδι χολή και ποτίζει τα σπλάχνα
νοείται άραγε η Ιθάκη των οφθαλμών;
[ό,τι και να κάνεις στο τέλος πάλι
θα φορτωθείς ένα κουπί και θα φύγεις
το κύμα θα ρθεί ξανά και ξανά
το ποτήρι σου όμως άδειασε]
μη μου πείτε ότι δε βλέπετε τις χυδαιότητες!