Thursday, February 24, 2005

Φωτεινές υδατοπτώσεις

Άπλωσα το χέρι και χτένισα το νερό
όχι αφή, αλλά το όνειρο της
όχι σώμα, αλλά η υφή της πέτρας
Νωτισμένο τζάμι ιδρωμένο δέρμα
να γράψω επάνω του ένα νόημα φευγαλέο
Και να, μια μουσική που κυλάει
ανεμίζει τα χρώματά της κορδέλες
και γελάει
Υφίσταται ο χρόνος της λέξης λοιπόν;
και η δόξα του διάττοντος στίχου;

Τα όνειρα στο κεφάλι μου είναι λέξεις παλιές
αγαλμάτων μέλη που θυμούνται το ολόκληρο σώμα
Διαταραχή αρμονική
βασιλική οδός της απωλείας
Μάζεψε τα πανιά και γύρνα και πάλι δώσε
Άνεμος έξω κρατάει καλά το κύμα
Κι έπειτα στις στέπες όνειρα
περιδινήσεις αγέννητων εντάσεων
φωτεινές υδατοπτώσεις στιγμών εντός
ανακυκλούμενη ροή και διάταξις επίπλων
Διψάει το ξύλο
μύρο να χυθεί κι ατύχημα
και σάρκα
μόλις εκεί


Άπλωσα το χέρι και χάιδεψα στο πέλαγο
τα μπλε κυματάκια της αμεριμνησίας μου
τις ανταύγειες του γέλιου σου
και τα πανιά που ταξιδεύουν μακρινές ιστορίες

Άπλωσε ο ουρανός και στόλισε
πράσινο, γαλάζιο, μπλε και μολυβί
με πινελιές φωτός μικρό κλειστό τοπίο
ένα τετράδιο με τα γράμματά σου

Tuesday, February 01, 2005

Δικτά-τωρας

Ως δικτάτορας θα σταθώ
και θα κηρύξω την αέναη ισχύ των δακρύων
την παντοδυναμια της ύπτιας ψυχής
της παραδομένης στην άφατη μοίρα που προκαθόρισε τις

Οτι είναι απέραντος ο κόσμος τούτος
κι αν δάκρυ τον ποτίζει
μόνο έτσι κερδίζεται
-"τι λες καλέ;"
"τίποτα δε γνώρισες"-
γυάλινο των δακρύων το πέτασμα
μάτια που λυγίζουν και μάτια που αντέχουν το ντουνιά

η άβυσσος είναι εκεί -δυο δάχτυλα πιο πέρα-
εκεί που ολοκληρώνεται η διαφορική μανία του πιο μικρού εντόμου
Μαρίνα η άβυσσος, η αρμύρα Μαρίνα
και το λατρεμένο τίποτα επίσης
Μαρίνα κι αυτό

Η ευτελής διακύμανση, η τυπική ανομοιομορφία
το σύμπαν των αμελητέων διαφορών
όλο το έχει κι η ανορθογραφία των βρωτών
η γλυκιά πατρίδα της ανάλγητης ψυχής

Δεν οίδα, δεν οίδα, δεν είδες
μήτε βράχια, μήτε αρμύρα, μήτε Μαρίνα
παλιρροϊκός κι ατέρμονος ξανά και πάλι εδώ και πάλι
ενσκηπτω στη στιγμή φαλλός αει και πάλι εκεί κι εδώ
κόκκινο μπλε μαζί
και κόκκινο και μπλε διαχωρισμένα
αυτόνομα κι εύρυθμα ως όντα ως ξέχωρα και σαν αυθύπαρκτα
μια παρένθεση στο ρου τον ανέμελο της ανιστορίας
παρένθεση και λύγισες και πας κι εχάθης
κι έσβησες
απ'την αρχή του κόσμου ως εδώ ένα τίποτα
να προσκυνήσεις
και ν'αναλωθείς θυμίαμα του
εσύ κι εγώ
στο τώρα