Sunday, January 30, 2005

Φαντασία αφαιρετική

Παίρνω ένα ψαλιδάκι και κόβω τα νύχια μου. Και φαντάζομαι πως θα μπορούσα εξίσου να κόψω και τα δάχτυλα και το χέρι ακόμη απ' τον καρπό ή κι απ'τον ώμο τελείως. Το ίδιο και τα πόδια. Θα μπροούσα και τ' αυτιά να κόψω κι από το στόμα τη γλώσσα. Τα μάτια κι αυτά καθώς και τη μύτη. Έπειτα θ' άρχιζα έτσι στα τυφλά να σκάβω για τα σπλάχνα. Και βέβαια για την καρδιά να κόψω τα σχοινάκια που κρατούν το σύστημα. Και τι θα' μενε λοιπόν τότε; Τί άλλο από αυτό το δεξί μου το χέρι που γράφει.

Saturday, January 22, 2005

Οι λέξεις τσιμπάνε

Απώλεια είναι η επόμενη στιγμή
Μαύρο είναι το αμέσως μετά
Δυστυχία είναι το πάντα
Φεγγάρια είναι τα παλιά μου χαρτιά
Ποτήρι είναι το σπασμένο τίποτα
Πικρό είναι το μέταλλο σου
Αλμυρό είναι το σκοτάδι πάντα
Πικρό είναι το αίμα
Γλυκό είναι το αίμα
Φως είναι το πράσινο που ξύπνησε μόλις
Χάδι είν' αυτό που αιωρείται πάνω απ' το νερό
Πνοή είναι το γαλάζιο που δεν
Διάρκεια είναι η απουσία που ξέρεις
Σταλαγματιά ήταν εκείνο το άγγιγμα
Διάρκεια ήταν εκείνο που πονούσε
Πόνος είναι αυτό που θα ξεχάσεις
Αγκάθι είν' εκεί που έσταξε
Κόκκινο είναι το τί και πώς
...μα οι λέξεις τσιμπάνε απόψε

Saturday, January 15, 2005

Ανηφόρα θλίψη

Μια ανηφόρα θλίψη
πήρα κι απόψε
ασθμαίνοντας τη μέθη του τίποτα

Και τα χαρτιά
χαρτιά στα χέρια μου
κι οι λέξεις κομπολόι
τις χάντρες να θωπεύσω
ν' απλώσω τα χαρτιά μου
ν' ανοίξω τα παράθυρα στη νύχτα
να ιδώ τα φωτάκια στο βαθύ το μπλε του μαύρου
να πονέσω το χθες σα να ταν τώρα
να πονέσω το αύριο σα να ταν τετελεσμένο
να πονέσω το βαθύ το μπλέ του πάντα

Φασόλια σποράκια μετρημένα κι αμέτρητα
σταγόνες βασανιστικές ολονυκτίας
χαϊδεύεις το μάρμαρο ξηρήν επιδερμίδα
παραδομένη στο χρόνο
υγρή την αυγή
φουσκωμένο ξύλο
-πάντα υγρό το σκοτάδι-
παραθαλάσσια έπαυλη με κήπο και λιμανάκι
και ήχους τσικι-τσικ της σιωπής
-σκοτάδι σχεδόν-
ένα καβουράκι στην επικίνδυνη εγκατάλειψη της στεριάς
στ' ασημένια βοτσαλάκια
μετράει τα βήματά του
μετράει τις στιγμές
σαν κερδισμένες απ' το χάρο

Σκεφτήκατε ποτέ όλα τα μικρά πλάσματα,όλα τα κύτταρα
πως αγωνιούν την επόμενη στιγμή
σα δώρο και σαν καταδίκη;

γυαλίζουν τα βοτσαλάκια ασημένιο φως
θηλυκά δάχτυλα κι αρσενικά δάχτυλα
χαϊδεύουν τις κουρτίνες
ενός ηλιόλουστου άλλοτε
μιας αμεριμνησίας
μιας υποσχεμένης ηδονής
μετρούν τον αγέρα
κτυπούν στην κουπαστή το χρόνο
και τα χείλη
περιγράφουν το σύμπαν
με τον έναν ή τον άλλον τρόπο

Άκρη IΙ

Άκρη
στην άκρη κι έσταξε
το φως πλημμύρισε
την κάμαρα
την πόλη τον αέρα

Άκρη
στην άκρη κι έσκισε
μια φωνή στο κενό ουρλιαχτό
και γκρέμισε χάρτινο
το σκηνικό

Άκρη I

βροχή βροχή στην άκρη
και γέρνει το πρόσωπο στο τζάμι
διαλύομαι διαλύομαι
στα εξ’ων συνετέθην σιδερικά
(σκουριάζω υγρός στη σκιά)
σκουριά σκουριά στην άκρη
και γέρνει, γερνάει το πρόσωπο στο φως
αλοιώνεται αναλώνεται, στο φως διαβρώνεται

ανοιχτωσιά της λέξης
κατανυκτική αποσύνθεση
διαλύομαι διαλύομαι
σ’ένα ποτήρι
επάνω στο τραπέζι

άλας άφαντο της γλώσσας
διαπλέω την αίσθηση
στο φως διαβρώνομαι
στην άκρη μένω
υπόλειμμα

αγνοώ πια τον καπνό