Μια ανηφόρα θλίψη
πήρα κι απόψε
ασθμαίνοντας τη μέθη του τίποτα
Και τα χαρτιά
χαρτιά στα χέρια μου
κι οι λέξεις κομπολόι
τις χάντρες να θωπεύσω
ν' απλώσω τα χαρτιά μου
ν' ανοίξω τα παράθυρα στη νύχτα
να ιδώ τα φωτάκια στο βαθύ το μπλε του μαύρου
να πονέσω το χθες σα να ταν τώρα
να πονέσω το αύριο σα να ταν τετελεσμένο
να πονέσω το βαθύ το μπλέ του πάντα
Φασόλια σποράκια μετρημένα κι αμέτρητα
σταγόνες βασανιστικές ολονυκτίας
χαϊδεύεις το μάρμαρο ξηρήν επιδερμίδα
παραδομένη στο χρόνο
υγρή την αυγή
φουσκωμένο ξύλο
-πάντα υγρό το σκοτάδι-
παραθαλάσσια έπαυλη με κήπο και λιμανάκι
και ήχους τσικι-τσικ της σιωπής
-σκοτάδι σχεδόν-
ένα καβουράκι στην επικίνδυνη εγκατάλειψη της στεριάς
στ' ασημένια βοτσαλάκια
μετράει τα βήματά του
μετράει τις στιγμές
σαν κερδισμένες απ' το χάρο
Σκεφτήκατε ποτέ όλα τα μικρά πλάσματα,όλα τα κύτταρα
πως αγωνιούν την επόμενη στιγμή
σα δώρο και σαν καταδίκη;
γυαλίζουν τα βοτσαλάκια ασημένιο φως
θηλυκά δάχτυλα κι αρσενικά δάχτυλα
χαϊδεύουν τις κουρτίνες
ενός ηλιόλουστου άλλοτε
μιας αμεριμνησίας
μιας υποσχεμένης ηδονής
μετρούν τον αγέρα
κτυπούν στην κουπαστή το χρόνο
και τα χείλη
περιγράφουν το σύμπαν
με τον έναν ή τον άλλον τρόπο
Saturday, January 15, 2005
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment