χριστούγεννα,
να πετάξω
να πέσω μπρούμυτα στο μαύρο που δεν έχει πάτο
και με όνειρα να ντύνω το κενό εσαεί
να γελώ με τον τόπο που δεν υπάρχει
να γελώ με τον παφλασμό που θα έκανε
το νερό αν υπήρχε
γραμμές με μαύρο μελάνι στα σκοτεινά
πτερύγια βυθού στο διάστημα
νήματα μπερδεμένα σε πορτοκαλί αναμνήσεις μελών
δίψα που περιφέρεται στο χάος
και ζητά πατρίδα σε αντικατοπτρισμούς
ανάσκελα στο βυθό του γαλαξία
που δεν έχει χρώμα
και να κολυμπώ σε μαγνητικά πεδία
να γελώ με τις σκέψεις που δεν στέκονται
να γελώ με τις λέξεις που δεν έχουμε
στη μεγάλη τσουλήθρα της ανταλλαγής
να κουτρουβαλάω σαν κουβάρι
και στιγμές να σκορπίζονται διάπυρες γύρω και να χάνονται
ένα πεζούλι ασβεστωμένο κάποτε
και λέξεις αφημένες πάνω του
άνεμος που φυσούσε νωτισμένος
και ψυχές που τις έφερνε και τις έπαιρνε
δέντρα στο μακρινό πλανήτη Χ
μη στολίζεις το παράθυρό σου με σημαιάκια κι υποσχέσεις
ξυπνούν στη νύχτα κι αλυχτάνε αγρίμια
στο βενζινάδικο που στέρεψε
Δεν υπάρχουμε πια
Αύριο θα ξυπνήσω και δε θα ξημερώσει για βδομάδες
θα μετράμε τις μέρες κρεμασμένοι απ' τα ρολόγια
και οι ψυχές θ' αρχίσουν πάλι να μαζεύνται σε σμάρια
η μοναξιά θα γίνει φως και θα ταξιδέψει στο άπειρο
γιατί επιστροφή δεν νοείται
κι εκεί απ' όπου έφυγες δε θα γυρίσεις ποτέ
μόνο το τέλος μας έλκει σαν άρχή